- προσερπυζω
- προσερπύζω(только aor. προσείρπῠσα Plut.) = προσέρπω См. προσερπω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσερμηνεύω — Α [ἑρμηνεύω] ερμηνεύω επί πλέον. προσερπύζω Α προσέρπω, προχωρώ έρποντας προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑρπύζω «βαδίζω, σέρνομαι»] … Dictionary of Greek